Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υποβάλλω τάς

См. также в других словарях:

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …   Dictionary of Greek

  • πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»