-
1 υποβαλλω
(эп. inf. ὑββάλλειν)1) подкладывать, подстилать(ὑπένερθε λῖτα Hom.)
τῶν Μηδικῶν πίλων ὑποβαλεῖν Xen. — разостлать часть мидийских ковров;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc. — подостлав под себя пурпурные плащи;θεμέλιον ὑποβάλλεσθαί τινος перен. Polyb. — закладывать основы чего-л.2) подставлять(τὰς σφαγὰς τοῖς ξίφεσι Plut.)
3) приставлять, прикладывать(τινὰ μαστῷ γυναικός Eur.)
ὑ. δακτύλους Luc. — прикладывать пальцы (к отверстиям свирели)4) передавать, предавать, выдавать(ἑαυτὸν ἐχθροῖς Eur.)
ὑ. ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr. — покоряться несчастьям;ὑ. τι ὑπὸ τέν ἐξουσίαν τινός Polyb. — отдавать что-л. во власть кому-л.5) подбрасывать, подкидывать, бросать(τινὰ τοῖς θηρίοις Polyb.)
ὑ. τὰ ὄμματά τινι Plut. — бросать взоры на кого(что)-л.6) med. (преимущ. о ребенке) выдавать за своего, присваивать Her., Arph.οἱ ὑποβαλόμενοι Plat. — мнимые родители;
ὑ. τέν δόξαν τινός Plut. — приписывать себе честь чего-л.7) med. подменивать, совершать подлог8) подсказывать, внушать, указывать(τινί τι Lys., Aeschin., Dem., Plut.)
ὑ. δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. — вы можете подсказать, если они что-л. забыли;οὐκ ἐμοῦ ὑποβάλλοντος ἀνέξει ; Plat. — не позволишь ли мне сказать кое-что?;ἀκούειν, οὐδὲ ὑββάλλειν Hom. — слушать, а не перебивать9) диктовать(τὸν λόγον τινί Isocr.; ἃ χρέ γράφειν Aeschin.)
-
2 ευχαριστία
η1) благодарность, признательность;υποβάλλω τάς ευχαριστίαας — поблагодарить (официально);
δεχθείτε τίς ευχαριστίαες μου γιά... — примите мою благодарность за...;
2):θεία ευχαριστία — церк. причастие
См. также в других словарях:
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek